ξεκαρδίζομαι

ξεκαρδίζομαι
ξεκαρδίζομαι, ξεκαρδίστηκα, ξεκαρδισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαρδίζω — 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ («μάς ξεκάρδισε με τα ανέκδοτα του») 2. (το μέσ.) ξεκαρδίζομαι γελώ με την καρδιά μου, λιγώνομαι από τα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καρδιά] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαρδίζω — ξεκάρδισα, ξεκαρδίστηκα, ξεκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ. 2. το μέσ., ξεκαρδίζομαι σκάζω από τα γέλια, λιποθυμώ από τα γέλια: Ξεκαρδιστήκαμε με το πάθημά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”